- ιόκολπος
- ἰόκολπος, -ον (Α)ἰόζωνος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + κόλπος «μπούστο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰόκολπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοκόλπω — ἰόκολπος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἰόκολπος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόκολπον — ἰόκολπος masc/fem acc sg ἰόκολπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek